κολλινσίτης

κολλινσίτης
ο
(ορυκτ.) σπάνιο φωσφορικό ορυκτό τού ασβεστίου, τού μαγνησίου και τού σιδήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. collinsite < όνομα τού Καναδού γεωλόγου William Collins + κατάλ. -ite].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”